- καταβάδην
- καταβάδην (Α)επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῑς ἐξὸν καταβάδην;» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τούς γράφεις καθιστός, με τα πόδια προς τα κάτω; Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βάδην*].
Dictionary of Greek. 2013.